Anonymous

ἀερσίπους: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀερσίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το [[πόδι]] [[ψηλά]], που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά <i>ἦ ἵπποι ἀερσίποδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).
}}
}}