Anonymous

αἱρετός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, [[εκλέξιμος]], [[κατάλληλος]], [[άξιος]], αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.<br /><b class="num">2.</b> επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἱρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, [[εκλέξιμος]], [[κατάλληλος]], [[άξιος]], αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.<br /><b class="num">2.</b> επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετός:''' [adj. verb. к [[αἱρέω]]<br /><b class="num">1)</b> могущий быть взятым или завоеванным: κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱ., δόλῳ δὲ αἱ. Her. могущий быть взятым не силой, а хитростью;<br /><b class="num">2)</b> постижимый, понятный (νοητὸς καὶ φιλοσοφίᾳ αἱ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> избираемый или избранный, выборный (βασιλεῖς, δικασταί Plat.; [[ἀρχή]] Isocr., Arst.; [[ἄνδρες]] Plut.): οἱ αἱρετοί Xen. делегаты, посланцы;<br /><b class="num">4)</b> заслуживающий выбора, предпочтительный, желательный (τινι Her.): ζοῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος Men. смерть предпочтительнее порочной жизни.
}}
}}