Anonymous

αἰανής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰᾱνής:''' Ιων. [[αἰηνής]], <i>-ές</i>, αρχ. ποιητική [[λέξη]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληκτικός]], [[ζοφερός]], [[φοβερός]], [[απαίσιος]], [[φρικτός]]· <i>νυκτὸς αἰανῆ [[τέκνα]]</i>, νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], αἰανὴς [[νόσος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, <i>εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον</i>, σε Αισχύλ.· ομοίως και ως επίρρ. <i>αἰανῶς</i>, αιωνίως, [[διαπαντός]], στον ίδ. (η πιθ. προέλευσή του είναι από το [[αἰεί]], αιωνίως, για πάντα, απ' όπου πιθ. να προέκυψε η [[σημασία]], αυτός που δεν τελειώνει [[ποτέ]], [[κουραστικός]], [[ανιαρός]], [[πληκτικός]], [[σκοτεινός]]).
|lsmtext='''αἰᾱνής:''' Ιων. [[αἰηνής]], <i>-ές</i>, αρχ. ποιητική [[λέξη]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληκτικός]], [[ζοφερός]], [[φοβερός]], [[απαίσιος]], [[φρικτός]]· <i>νυκτὸς αἰανῆ [[τέκνα]]</i>, νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], αἰανὴς [[νόσος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, <i>εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον</i>, σε Αισχύλ.· ομοίως και ως επίρρ. <i>αἰανῶς</i>, αιωνίως, [[διαπαντός]], στον ίδ. (η πιθ. προέλευσή του είναι από το [[αἰεί]], αιωνίως, για πάντα, απ' όπου πιθ. να προέκυψε η [[σημασία]], αυτός που δεν τελειώνει [[ποτέ]], [[κουραστικός]], [[ανιαρός]], [[πληκτικός]], [[σκοτεινός]]).
}}
{{elru
|elrutext='''αἰᾱνής:''' <b class="num">1)</b> мучительный, жестокий ([[κέντρον]], [[λιμός]] Pind.; [[νόσος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> горестный, скорбный (βάγματα [[αὐδή]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> роковой, злосчастный (Πέλοπος [[ἱππεία]] Soph.).<br />вечный: ἐς τὸν αἰανῆ χρόνον Aesch. навеки.
}}
}}