3,277,121
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκανθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, είδος πτηνού, [[καρδερίνα]], σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. επίθ., [[ακανθώδης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκανθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, είδος πτηνού, [[καρδερίνα]], σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. επίθ., [[ακανθώδης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκανθίς:''' ίδος adj. f покрытый шипами, колючий ([[χαλκίς]] Anth.).<br />ίδος ἡ щегленок Arst. | |||
}} | }} |