Anonymous

αἰτέω: Difference between revisions

From LSJ
1,471 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰτέω:''' Ιων. παρατ. <i>αἴτεον</i>· μέλ. <i>αἰτήσω</i>, αόρ. αʹ [[ᾔτησα]], παρακ. [[ᾔτηκα]], Παθ. παρακ. [[ᾔτημαι]], ζητώ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επαιτώ]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]], [[ποθώ]], ζητώ επίμονα, [[απαιτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὁδὸν αἰτῶ</i>, [[παρακαλώ]] να αποχωρήσω, δηλ. ζητώ την [[άδεια]] να απέλθω, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ζητώ από κάποιον [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δίκας αἰτῶ τινα φόνου</i>, [[απαιτώ]] από κάποιον [[ικανοποίηση]] για φόνο που έχει διαπράξει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ζητώ [[κάτι]] για τον εαυτό μου, για προσωπική μου [[χρήση]] ή σκοπό, [[αξιώνω]], [[διεκδικώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] όμως χρησιμ. ακριβώς όπως ο Ενεργ. [[τύπος]].<br /><b class="num">III.</b> Παθ. λέγεται,<br /><b class="num">1.</b> για πρόσωπα, μου ζητείται από κάποιον [[κάτι]], παρακαλούμαι, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για πράγματα, ζητούμαι· <i>τὸαἰτεόμενον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἰτέω:''' Ιων. παρατ. <i>αἴτεον</i>· μέλ. <i>αἰτήσω</i>, αόρ. αʹ [[ᾔτησα]], παρακ. [[ᾔτηκα]], Παθ. παρακ. [[ᾔτημαι]], ζητώ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επαιτώ]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]], [[ποθώ]], ζητώ επίμονα, [[απαιτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὁδὸν αἰτῶ</i>, [[παρακαλώ]] να αποχωρήσω, δηλ. ζητώ την [[άδεια]] να απέλθω, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ζητώ από κάποιον [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δίκας αἰτῶ τινα φόνου</i>, [[απαιτώ]] από κάποιον [[ικανοποίηση]] για φόνο που έχει διαπράξει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ζητώ [[κάτι]] για τον εαυτό μου, για προσωπική μου [[χρήση]] ή σκοπό, [[αξιώνω]], [[διεκδικώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] όμως χρησιμ. ακριβώς όπως ο Ενεργ. [[τύπος]].<br /><b class="num">III.</b> Παθ. λέγεται,<br /><b class="num">1.</b> για πρόσωπα, μου ζητείται από κάποιον [[κάτι]], παρακαλούμαι, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για πράγματα, ζητούμαι· <i>τὸαἰτεόμενον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτέω:''' (impf. [[ᾔτουν]] - эп. [[ᾔτεον]], ион. αἴτεον, aor. [[ᾔτησα]]; pass.: aor. [[ᾐτήθην]], pf. [[ᾔτημαι]])<br /><b class="num">1)</b> тж. med. просить, требовать, добиваться (αἰ. τινά τι Hom., Her., Aesch., Thuc., Xen., τι [[παρά]] τινος Xen., Plat. и τι ἔκ τινος Theocr.): ὁδὸν αἰ. Hom. просить разрешения уйти; αἰ. τινα ξόγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о снисхождении; ταύτην μνηστῆρες [[ᾔτουν]] Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός Eur. женихи греческой земли к ней сватались первые; ἓν αἰτηθείς, πολλὰ δίδως Plat. спрошенный об одном, ты предлагаешь многое; αίτεῖσθαι [[ὑπέρ]] τινος Lys. просить за кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. просить (брать, получать) взаймы: αἰτησάμενος ἐχρήσατο (χαλκώμασι) Lys. он пользовался медной посудой, которую взял взаймы; ἵπποι ᾐτημένοι Lys. взятые напрокат лошади;<br /><b class="num">3)</b> филос. выставлять логическое требование, постулировать Arst., Sext.
}}
}}