3,277,114
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰολομίτρης:''' -ου, ὁ ([[μίτρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή [[ζώνη]] ([[επειδή]] ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη [[τιάρα]] ([[μίτρα]]), σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰολομίτρης:''' -ου, ὁ ([[μίτρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή [[ζώνη]] ([[επειδή]] ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη [[τιάρα]] ([[μίτρα]]), σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰολομίτρης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (v. l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове ([[Πέρσαι]] Theocr.). | |||
}} | }} |