3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρός:''' ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> поле, пашня Hom., Pind.; τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο [[ὡραῖα]] или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. сельскохозяйственные продукты;<br /><b class="num">2)</b> сельская местность, деревня: ἐπ᾽ ἀγροῦ Hom., ἐπ᾽ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ᾽ ἀγρούς Plat. и ἐπ᾽ ἀγροῖς Plut. в деревне; ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. в городе или в деревне;<br /><b class="num">3)</b> поместье, именье Hom. | |||
}} | }} |