Anonymous

ἀγρός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρός:''' ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> поле, пашня Hom., Pind.; τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο [[ὡραῖα]] или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. сельскохозяйственные продукты;<br /><b class="num">2)</b> сельская местность, деревня: ἐπ᾽ ἀγροῦ Hom., ἐπ᾽ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ᾽ ἀγρούς Plat. и ἐπ᾽ ἀγροῖς Plut. в деревне; ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. в городе или в деревне;<br /><b class="num">3)</b> поместье, именье Hom.
}}
}}