αἰθέριος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθέριος:''' -α, -ον, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰθήρ]]), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο [[στρώμα]] αέρα, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>αἰθερία ἀνέπτα</i>, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰθέριος:''' -α, -ον, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰθήρ]]), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο [[στρώμα]] αέρα, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>αἰθερία ἀνέπτα</i>, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθέριος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> эфирный, воздушный ([[φύσις]] Arst.; [[πῦρ]], [[ὕδωρ]] Plut.): αἰθέριον [[μένος]] Plut. напор воздуха;<br /><b class="num">2)</b> высоко вздымающийся ([[κόνις]] Aesch.; [[πέτρα]] Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; [[νέφος]] Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой!
}}
}}