Anonymous

αἰών: Difference between revisions

From LSJ
1,427 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰών:''' -ῶνος, ὁ, ποιητ. <i>ἡ</i>· αποκομ. [[τύπος]] αιτ. <i>αἰῶ</i> ([[κυρίως]] <i>αἰϜών</i>, Λατ. [[aevum]], βλ. [[αἰεί]]), χρονική [[περίοδος]] ύπαρξης,<br /><b class="num">1.</b> ο [[χρόνος]] ζωής κάποιου, η [[ζωή]] του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.<br /><b class="num">2.</b> [[αιώνας]], ηλικιακή [[κλάση]], [[γενιά]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέλλων]] [[αἰών]], οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρά]] [[περίοδος]] χρόνου, [[αιώνας]]· <i>ἀπ' αἰῶνος</i>, από [[παλιά]], επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· <i>τὸνδι' αἰῶνος χρόνον</i>, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· <i>ἅπαντα τὸν αἰῶνα</i>, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> καθορισμένη [[περίοδος]] χρόνου, [[εποχή]], [[περίοδος]] (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή [[πρόνοια]])· ὁ αἰὼν [[οὗτος]], ο [[παρών]] [[κόσμος]], αντίθ. προς το <i>ὁ [[μέλλων]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου και η [[χρήση]] του στον πληθ., <i>εἰςτοὺς αἰῶνας</i>, για πάντα, στο ίδ.
|lsmtext='''αἰών:''' -ῶνος, ὁ, ποιητ. <i>ἡ</i>· αποκομ. [[τύπος]] αιτ. <i>αἰῶ</i> ([[κυρίως]] <i>αἰϜών</i>, Λατ. [[aevum]], βλ. [[αἰεί]]), χρονική [[περίοδος]] ύπαρξης,<br /><b class="num">1.</b> ο [[χρόνος]] ζωής κάποιου, η [[ζωή]] του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.<br /><b class="num">2.</b> [[αιώνας]], ηλικιακή [[κλάση]], [[γενιά]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέλλων]] [[αἰών]], οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρά]] [[περίοδος]] χρόνου, [[αιώνας]]· <i>ἀπ' αἰῶνος</i>, από [[παλιά]], επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· <i>τὸνδι' αἰῶνος χρόνον</i>, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· <i>ἅπαντα τὸν αἰῶνα</i>, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> καθορισμένη [[περίοδος]] χρόνου, [[εποχή]], [[περίοδος]] (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή [[πρόνοια]])· ὁ αἰὼν [[οὗτος]], ο [[παρών]] [[κόσμος]], αντίθ. προς το <i>ὁ [[μέλλων]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου και η [[χρήση]] του στον πληθ., <i>εἰςτοὺς αἰῶνας</i>, για πάντα, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰών:''' ῶνος ὁ, реже ἡ (acc. тж. αἰῶ Aesch.)<br /><b class="num">1)</b> век, жизнь (ψυχὴ καὶ αἰ. Hom.; αἰ. [[τλήμων]] Soph.): τελευτῆσαι [[καλῶς]] τὸν αἰῶνα Her. счастливо окончить свою жизнь; αἰῶνος στερεῖν τινα Aesch., лишать кого-л. жизни; ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα Aesch. пока я жив;<br /><b class="num">2)</b> поколение: αἰῶνα ἐς [[τρίτον]] Aesch. до третьего поколения; ὁ μέλλων αἰ. Dem. потомство;<br /><b class="num">3)</b> жизненный жребий, доля, судьба (τίν᾽ [[αἰῶν]]᾽ [[ἕξεις]]; Eur.);<br /><b class="num">4)</b> век, время, эпоха, эра: δι᾽ αἰῶνος ἀπαύστου Aesch., в течение бесконечного времени; μακροὺς αἰῶνας Theocr. в течение долгих веков; εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων NT на веки веков;<br /><b class="num">5)</b> вечность: ἀπ᾽ αἰῶνος Hes. испокон веков; τὸν δι᾽ αἰῶνος χρόνον или δι᾽ αἰῶνος Aesch., вечно; τὸν αἰῶνα Plat. навеки;<br /><b class="num">6)</b> спинной мозг HH, Pind.
}}
}}