Anonymous

ἀκατάψευστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάψευστος:''' невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).
}}
}}