Anonymous

ἀκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάληκτος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий конца Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> стих. неусеченный, акаталектический ([[μέτρον]]).
}}
}}