3,270,829
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάσχετος:''' неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.). | |||
}} | }} |