Anonymous

ἀκατάσχετος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσχετος:''' неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
}}
}}