Anonymous

ἀκραιφνής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκραιφνής:''' -ές, συγκοπτ. [[τύπος]] του <i>ἀκεραιο-φανής</i> ([[ἀκέραιος]], <i>[[φαίνομαι]]</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[πενία]] ἀκρ., απόλυτη, [[πλήρης]] [[φτώχεια]], [[ανέχεια]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αβλαβής]], [[ολόκληρος]], Λατ. [[integer]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[άθικτος]], [[ακηλίδωτος]] από [[κάτι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκραιφνής:''' -ές, συγκοπτ. [[τύπος]] του <i>ἀκεραιο-φανής</i> ([[ἀκέραιος]], <i>[[φαίνομαι]]</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[πενία]] ἀκρ., απόλυτη, [[πλήρης]] [[φτώχεια]], [[ανέχεια]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[αβλαβής]], [[ολόκληρος]], Λατ. [[integer]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[άθικτος]], [[ακηλίδωτος]] από [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκραιφνής:''' (= [[ἀκέραιος]])<br /><b class="num">1)</b> несмешанный, чистый ([[αἷμα]] Eur.; [[ὕδωρ]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> нетронутый, невредимый ([[νῆες]] Thuc.): ἀ. [[συμμαχία]] Thuc. ненарушенный военный союз; ἀ. τῶν κατηπειλημένων Soph. нимало не пострадавший от угроз; ἀ. [[ὄρεξις]] Plut. хороший аппетит;<br /><b class="num">3)</b> полнейший, крайний ([[πενίη]] Anth.).
}}
}}