3,271,449
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰωρητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰωρέω]], αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]], κρεμασμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰωρητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰωρέω]], αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]], κρεμασμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰωρητός:''' [adj. verb. к [[αἰωρέω]] висящий, висячий ([[ἱστία]] Anth.). | |||
}} | }} |