Anonymous

αἰωρητός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰωρητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰωρέω]], αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]], κρεμασμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰωρητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰωρέω]], αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]], κρεμασμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰωρητός:''' [adj. verb. к [[αἰωρέω]] висящий, висячий ([[ἱστία]] Anth.).
}}
}}