Anonymous

αἰχμαλωσία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμᾰλωσία:''' ἡ ([[αἰχμάλωτος]]), [[άλωση]], [[κατάκτηση]] μέσω λόγχης ή [[απλώς]], [[αιχμαλωσία]]· [[σώμα]], [[πλήθος]] αιχμαλώτων, σε Διόδ., Κ.Δ.
|lsmtext='''αἰχμᾰλωσία:''' ἡ ([[αἰχμάλωτος]]), [[άλωση]], [[κατάκτηση]] μέσω λόγχης ή [[απλώς]], [[αιχμαλωσία]]· [[σώμα]], [[πλήθος]] αιχμαλώτων, σε Διόδ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμᾰλωσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> пленение, плен Polyb., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> пленные Diod.
}}
}}