Anonymous

αἰνόθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), ελεεινά αποχαυνωμένος, [[τρυφηλός]], [[οκνηρός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἰνόθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), ελεεινά αποχαυνωμένος, [[τρυφηλός]], [[οκνηρός]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόθρυπτος:''' крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος).
}}
}}