Anonymous

ἀβέλτερος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβέλτερος:''' -α, -ον, [[ανώφελος]], [[ανόητος]], [[αφελής]], [[μωρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἀβελτερώτατος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀβέλτερος:''' -α, -ον, [[ανώφελος]], [[ανόητος]], [[αφελής]], [[μωρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἀβελτερώτατος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβέλτερος:''' глупый, тупоумный Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.
}}
}}