Anonymous

ἀκαταστασία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκαταστασία]]) [[ἀκατάστατος]]<br />[[ανωμαλία]], [[ταραχή]], [[αναρχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[έλλειψη]] τάξης, η [[αταξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανικανότητα]] για [[ορθοστασία]]<br />«τοῡ σώματος [[ἀκαταστασία]]» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121)<br /><b>2.</b> η [[αστάθεια]], η [[ελαφρότητα]] του χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, <b>Πολ.</b> 7, 4, 8).
|mltxt=η (Α [[ἀκαταστασία]]) [[ἀκατάστατος]]<br />[[ανωμαλία]], [[ταραχή]], [[αναρχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[έλλειψη]] τάξης, η [[αταξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανικανότητα]] για [[ορθοστασία]]<br />«τοῡ σώματος [[ἀκαταστασία]]» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121)<br /><b>2.</b> η [[αστάθεια]], η [[ελαφρότητα]] του χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, <b>Πολ.</b> 7, 4, 8).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαταστᾰσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> непостоянство, беспокойный характер, неустойчивость (ἀ. καὶ [[μανία]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> смятение, волнение (ἀ. καὶ [[ταραχή]] Polyb.).
}}
}}