Anonymous

αἴσακος: Difference between revisions

From LSJ
1
(6_14)
(1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴσακος''': ὁ, [[κλάδος]] μύρτου ἢ δάφνης μεταδιδόμενος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον ἐν καιρῷ δείπνου, ὡς [[πρόκλησις]] εἰς ᾠδήν, Πλούτ. 2. 615Β· «[[αἴσακος]], ὁ τῆς δάφνης [[κλάδος]], ὃν κατέχοντες ὕμνουν τοὺς θεούς», Ἡσύχ.
|lstext='''αἴσακος''': ὁ, [[κλάδος]] μύρτου ἢ δάφνης μεταδιδόμενος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον ἐν καιρῷ δείπνου, ὡς [[πρόκλησις]] εἰς ᾠδήν, Πλούτ. 2. 615Β· «[[αἴσακος]], ὁ τῆς δάφνης [[κλάδος]], ὃν κατέχοντες ὕμνουν τοὺς θεούς», Ἡσύχ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴσακος:''' ὁ миртовая или лавровая ветвь (ее держали в руке во время религиозных песнопений) Plut.
}}
}}