Anonymous

ἀκκίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκκίζομαι:''' αποθ. ([[ἀκκώ]]), [[προσποιούμαι]] [[αδιαφορία]] ή [[σεμνότητα]], [[υποκρίνομαι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀκκίζομαι:''' αποθ. ([[ἀκκώ]]), [[προσποιούμαι]] [[αδιαφορία]] ή [[σεμνότητα]], [[υποκρίνομαι]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκκίζομαι:''' притворяться незнающим, жеманиться Plut., Luc.: [[οἶσθα]], ἀλλὰ ἀκκίζει Plat. ты знаешь, но прикидываешься, будто не знаешь.
}}
}}