Anonymous

αἰσθητός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσθητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰσθάνομαι]], [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.
|lsmtext='''αἰσθητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰσθάνομαι]], [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσθητός:''' и 2 [adj. verb. к [[αἰσθάνομαι]] воспринимаемый чувствами, чувственный Plat., Sext.
}}
}}