Anonymous

ἆθλος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἆθλος:''' ὁ, συνηρ. από το Επικ. και Ιων. [[ἄεθλος]], [[αγώνας]] για [[βραβείο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἄεθλος]] πρόκειται, ανατίθεται σε κάποιον ένα [[έργο]], κηρύσσεται [[αγώνας]], σε Ηρόδ.· [[ἄεθλον]] προτιθέναι, ορίζεται [[αγώνας]], στον ίδ.· μεταφ., [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]], [[πάλη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἆθλος:''' ὁ, συνηρ. από το Επικ. και Ιων. [[ἄεθλος]], [[αγώνας]] για [[βραβείο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἄεθλος]] πρόκειται, ανατίθεται σε κάποιον ένα [[έργο]], κηρύσσεται [[αγώνας]], σε Ηρόδ.· [[ἄεθλον]] προτιθέναι, ορίζεται [[αγώνας]], στον ίδ.· μεταφ., [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]], [[πάλη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἆθλος:''' эп.-ион. άεθλος ὁ<br /><b class="num">1)</b> борьба, состязание ([[νικᾶν]] ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> труд, задание, дело: ὁ προκείμενος ἄ. Her. заданная работа; ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. возложить на кого-л. какие-л. задачи; Ἡρακλέους ἆθλοι Isocr., Plut. подвиги Геракла;<br /><b class="num">3)</b> мучение, страдание Aesch., Soph.
}}
}}