Anonymous

ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάπαυστος:''' <b class="num">1)</b> непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; [[ὁρμή]] Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);<br /><b class="num">2)</b> постоянный, пожизненный ([[ἀρχή]] Plut.).
}}
}}