ἀγαστός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἄγαμαι]], αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. [[τύπος]] του Ομηρ. [[ἀγητός]], [[αξιοθαύμαστος]], [[έξοχος]], σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀγαστῶς]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγαστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἄγαμαι]], αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. [[τύπος]] του Ομηρ. [[ἀγητός]], [[αξιοθαύμαστος]], [[έξοχος]], σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀγαστῶς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαστός:''' (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.
}}
}}