Anonymous

ἀκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκταῖος:''' -α, -ον ([[ἀκτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παραλιακός]], λέγεται για τις Ιωνικές πόλεις, σε Θουκ.· ομοίως και, <i>Ἀκταία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ἡ</i>, παράλια γη, παλαιό όνομα της Αττικής, στον ιδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτοί που ζουν, έχουν το [[λημέρι]] τους στην [[θάλασσα]], <i>βάτραχοι</i>, σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἀκταῖος:''' -α, -ον ([[ἀκτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παραλιακός]], λέγεται για τις Ιωνικές πόλεις, σε Θουκ.· ομοίως και, <i>Ἀκταία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ἡ</i>, παράλια γη, παλαιό όνομα της Αττικής, στον ιδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτοί που ζουν, έχουν το [[λημέρι]] τους στην [[θάλασσα]], <i>βάτραχοι</i>, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκταῖος:''' береговой, прибрежный, приморский (πόλεις Thuc.; [[θίς]] Anth.): [[ἀκταία]] [[ἐπωφελία]] Anth. подаваемая с берега или на берегу помощь (рыбакам).
}}
}}