Anonymous

ἄλειφαρ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλειφαρ:''' -ατος, τό ([[ἀλείφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λάδι]] για [[επάλειψη]], [[αλοιφή]], [[λάδι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, οτιδήποτε χρησιμεύει για [[επίχριση]], για [[σφράγισμα]] αγγείων κρασιού, [[πίσσα]] ή [[ρητίνη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄλειφαρ:''' -ατος, τό ([[ἀλείφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λάδι]] για [[επάλειψη]], [[αλοιφή]], [[λάδι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, οτιδήποτε χρησιμεύει για [[επίχριση]], για [[σφράγισμα]] αγγείων κρασιού, [[πίσσα]] ή [[ρητίνη]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλειφαρ:''' ατος (ᾰλ) τό<br /><b class="num">1)</b> мазь; елей, масло Hom.: τὸ ἀπὸ κέδρου γινόμενον ἄ. Her. кедровое масло;<br /><b class="num">2)</b> смола, мастика, замазка ([[πίθων]] ἄ. Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> жир Hes.
}}
}}