Anonymous

ἄλθομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλθομαι:''' залечиваться, заживать (ἄλθετο [[χείρ]] Hom.).
}}
}}