Anonymous

ἀλιτήριος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτήριος:''' -ον ([[ἀλιταίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> αμαρτάνω ή [[διαπράττω]] ύβρη [[απέναντι]] σε θεό, με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]], σε Λυσ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀλῐτήριος:''' -ον ([[ἀλιταίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> αμαρτάνω ή [[διαπράττω]] ύβρη [[απέναντι]] σε θεό, με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]], σε Λυσ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῐτήριος:''' (ᾰ) преступный, нечестивый, грешный Lys., Polyb., Plut., Diog. L.: ἀ. τινος Thuc., Arph. грешный (виновный) перед кем-л., Aeschin., Dem. виновник чьих-л. бедствий, пагуба, проклятье.
}}
}}