3,274,125
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκερσεκόμης:''' -ου, ὁ ([[κείρω]], [[κόμη]]), αυτός που έχει ακούρευτα, [[μακριά]] μαλλιά (οι Έλληνες έφηβοι διατηρούσαν τα μαλλιά τους [[μακριά]] [[μέχρι]] την ανδρική [[ηλικία]]), επίθ. του Φοίβου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. [[ἀκειρεκόμης]]. | |lsmtext='''ἀκερσεκόμης:''' -ου, ὁ ([[κείρω]], [[κόμη]]), αυτός που έχει ακούρευτα, [[μακριά]] μαλλιά (οι Έλληνες έφηβοι διατηρούσαν τα μαλλιά τους [[μακριά]] [[μέχρι]] την ανδρική [[ηλικία]]), επίθ. του Φοίβου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. [[ἀκειρεκόμης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκερσεκόμης:''' с нестриженными кудрями, длинноволосый (эпитет Феба-Аполлона) Hom., Pind., Anth. | |||
}} | }} |