Anonymous

ἀλλόχροος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ους</i> ([[χρόα]]), μεταβεβλημένος στο [[χρώμα]], σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, <i>-ωτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που μοιάζει [[ξένος]] ή [[αλλότριος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ους</i> ([[χρόα]]), μεταβεβλημένος στο [[χρώμα]], σε Ευρ.· ομοίως, ἀλλό-χρως, <i>-ωτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που μοιάζει [[ξένος]] ή [[αλλότριος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόχροος:''' стяж. [[ἀλλόχρους]] 2 переменившийся в цвете, т. е. побледневший, поблекший ([[δέμας]] Eur.).
}}
}}