Anonymous

ἀλεξιφάρμακον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξιφάρμᾰκον:''' τό, [[αντίδοτο]], [[γιατρικό]], [[φάρμακο]], σε Πλάτ.· <i>ἀλ</i>. <i>τινος</i>, ενός πράγματος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλεξιφάρμᾰκον:''' τό, [[αντίδοτο]], [[γιατρικό]], [[φάρμακο]], σε Πλάτ.· <i>ἀλ</i>. <i>τινος</i>, ενός πράγματος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεξιφάρμακον:''' τό<b class="num">1)</b> противоядие Plat.;<br /><b class="num">2)</b> перен. предохранительное средство (τινος Plat., τινι Dem., Men.).
}}
}}