Anonymous

ἀλλόθροος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόθροος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[θρους]], <i>-ουν</i>, αυτός που ομιλεί [[ξένη]] [[γλώσσα]], σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[ξένος]], [[αλλότριος]], μη [[οικείος]], σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''ἀλλόθροος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[θρους]], <i>-ουν</i>, αυτός που ομιλεί [[ξένη]] [[γλώσσα]], σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[ξένος]], [[αλλότριος]], μη [[οικείος]], σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόθροος:''' стяж. [[ἀλλόθρους]] 2 чужеязычный, т. е. иноземный, чужой (ἄνθρωποι Hom.; [[πόλις]] Aesch.; [[στρατός]] Her.): ἀ. [[γνώμη]] Soph. совет незнакомца.
}}
}}