Anonymous

ἀμάραντος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμάραντος:''' [ᾰμᾰ], -ον ([[μαραίνω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[άφθαρτος]], [[αειθαλής]], [[αμάραντος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο [[λουλούδι]], σε Διόσκ.
|lsmtext='''ἀμάραντος:''' [ᾰμᾰ], -ον ([[μαραίνω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[άφθαρτος]], [[αειθαλής]], [[αμάραντος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο [[λουλούδι]], σε Διόσκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμάραντος:''' (μᾰ) неувядающий, невянущий ([[λειμών]] Luc.: перен. [[κληρονομία]] NT).<br /><b class="num">II</b> ὁ бот. амарант.
}}
}}