Anonymous

ἀλύσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλύσκω:''' μέλ. [[ἀλύξω]], Μέσ. <i>ἀλύξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἤλυξα]], Επικ. [[ἄλυξα]]· ([[ἀλύω]])· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], [[αποχωρώ]], [[εγκαταλείπω]], με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., το «[[βάζω]] στα πόδια», σε Σοφ.· απόλ. [[διαφεύγω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀλύσκω:''' μέλ. [[ἀλύξω]], Μέσ. <i>ἀλύξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἤλυξα]], Επικ. [[ἄλυξα]]· ([[ἀλύω]])· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], [[αποχωρώ]], [[εγκαταλείπω]], με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., το «[[βάζω]] στα πόδια», σε Σοφ.· απόλ. [[διαφεύγω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλύσκω:''' (ᾰ) (fut. [[ἀλύξω]] и ἀλύξομαι, aor. [[ἤλυξα]]) избегать, спасаться (ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι Hom.; ἀ. τινά (τι) Hom., Hes., Pind., Trag., Theocr. и τινός Soph.): ἀλύξαι [[προτὶ]] [[ἄστυ]] Hom. укрыться в город(е).
}}
}}