Anonymous

ἄκαυστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκαυστος:''' -ον ([[καίω]]), αυτός που δεν έχει καεί, [[άφλεκτος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄκαυστος:''' -ον ([[καίω]]), αυτός που δεν έχει καεί, [[άφλεκτος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκαυστος:''' <b class="num">1)</b> несожженный, пощаженный огнем (κῶμαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> несгораемый, огнеупорный ([[λίθος]] καὶ [[κρύσταλλος]] Arst.).
}}
}}