Anonymous

αἰτητικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητικός:''' <b class="num">1)</b> любящий просить Arst.;<br /><b class="num">2)</b> просительный ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}