Anonymous

ἄμμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμμος:''' ή ἅμμος, ἡ, [[άμμος]] (βλ. [[ἄμαθος]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμμώδες [[έδαφος]], [[έδαφος]] κατάλληλο για αγώνες δρόμου, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄμμος:''' ή ἅμμος, ἡ, [[άμμος]] (βλ. [[ἄμαθος]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμμώδες [[έδαφος]], [[έδαφος]] κατάλληλο για αγώνες δρόμου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμμος:''' ἡ<b class="num">1)</b> песок Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> песчаная почва, песчаное место Xen.
}}
}}