Anonymous

ἄλευρον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλευρον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мука (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.).
}}
}}