3,258,334
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλευρον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мука (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.). | |||
}} | }} |