Anonymous

ἀμισθί: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμισθί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄμισθος]], σε Ευρ., Δημ.· <i>χρημάτων ἀμ</i>., [[χωρίς]] την [[ανταμοιβή]] των χρημάτων, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀμισθί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄμισθος]], σε Ευρ., Δημ.· <i>χρημάτων ἀμ</i>., [[χωρίς]] την [[ανταμοιβή]] των χρημάτων, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμισθί:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> без вознаграждения, даром (ποιεῖν τι Dem.; [[λαβεῖν]] τι Eur. ap. Plut.): οὐ χρημάτων [[μόνον]], ἀλλὰ καὶ δόξης ἀ. Plut. не получая взамен не только денег, но и славы;<br /><b class="num">2)</b> безнаказанно Eur.
}}
}}