Anonymous

ἄμουσος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει τις Μούσες, [[χωρίς]] [[καλαισθησία]], [[απολίτιστος]], [[άξεστος]], [[άκομψος]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>-σως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίς]] την [[αίσθηση]] της μουσικής, σε Ευρ.· <i>ἀμουσόταται ᾠδαί</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει τις Μούσες, [[χωρίς]] [[καλαισθησία]], [[απολίτιστος]], [[άξεστος]], [[άκομψος]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>-σως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίς]] την [[αίσθηση]] της μουσικής, σε Ευρ.· <i>ἀμουσόταται ᾠδαί</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμουσος:''' <b class="num">1)</b> чуждый музам, т. е. непричастный к искусствам, необразованный, непросвещенный, невежественный (ἄ. καὶ [[ἀγράμματος]] Plat.; ἄ. καὶ [[ἄτεχνος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> безвкусный, грубый ([[ἡδονή]] Plat.; ῷδαί Eur.).
}}
}}