Anonymous

ἄλη: Difference between revisions

From LSJ
538 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> αέναη, [[διαρκής]] [[περιπλάνηση]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιπλάνηση]] του πνεύματος, [[απόσπαση]] προσοχής, [[σύγχυση]], [[παραφροσύνη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>ἄλαι βροτῶν δύσορμοι</i>, λέγεται για τρικυμίες που κάνουν τους ανθρώπους να περιπλανιώνται [[χωρίς]] [[λιμάνι]] και [[ανάπαυση]], σε Αισχύλ.· πρβλ. [[ἀλύω]].
|lsmtext='''ἄλη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> αέναη, [[διαρκής]] [[περιπλάνηση]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιπλάνηση]] του πνεύματος, [[απόσπαση]] προσοχής, [[σύγχυση]], [[παραφροσύνη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>ἄλαι βροτῶν δύσορμοι</i>, λέγεται για τρικυμίες που κάνουν τους ανθρώπους να περιπλανιώνται [[χωρίς]] [[λιμάνι]] και [[ανάπαυση]], σε Αισχύλ.· πρβλ. [[ἀλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλη:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> блуждание, странствование (ἄ. καὶ [[πῆμα]] Hom.; ἄ. καὶ φυγαί Plut.): ἄλαισι πλαγχθεῖς Eur. скитаясь;<br /><b class="num">2)</b> толпа в смятении, смятенная толпа (βροτῶν ἄλαι Aesch.; νεκρῶν ἄ. Soph.);<br /><b class="num">3)</b> помешательство, безумие ([[θεία]] ἄ. Plat.): ἄλῃ Eur. в состоянии безумия.
}}
}}