Anonymous

ἀμφιχέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περιχύνω]], [[ρίχνω]] ή [[επιχέω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., περιχύνομαι ή σκορπίζομαι από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εναγκαλίζομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀμφιχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περιχύνω]], [[ρίχνω]] ή [[επιχέω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., περιχύνομαι ή σκορπίζομαι από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εναγκαλίζομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιχέω:''' (часто in tmesi) преимущ. med.-pass.<br /><b class="num">1)</b> разливать кругом, изливать ([[χάριν]] κεφαλῇ τινος Hes.);<br /><b class="num">2)</b> охватывать, набрасывать (δέσματά τινι Hom.): ἀμφέχυτ᾽ [[ὀμφή]] Hom. раздавался голос; τὴν [[ἄχος]] [[ἀμφεχύθη]] Hom. скорбь охватила ее;<br /><b class="num">3)</b> med. обнимать (τινα Hom.).
}}
}}