Anonymous

ἀμφίστημι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[τοποθετώ]] [[τριγύρω]]· χρησιμ. μόνο στην Παθ. <i>ἀμφίσταμαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀμφέστην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφέσταν]]· συγκεκ. γʹ πληθ. παρακ. <i>ἀμφεστᾶσι</i> (αντί <i>-εστήκασι</i>)· [[στέκομαι]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· με δοτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀμφίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[τοποθετώ]] [[τριγύρω]]· χρησιμ. μόνο στην Παθ. <i>ἀμφίσταμαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀμφέστην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφέσταν]]· συγκεκ. γʹ πληθ. παρακ. <i>ἀμφεστᾶσι</i> (αντί <i>-εστήκασι</i>)· [[στέκομαι]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· με δοτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίστημι:''' тж. med. стоять вокруг, обступать, окружать (τινα и τι Hom., Soph.): ἀμφίσταται [[ὄτοβος]] Soph. отовсюду поднимается гул; κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστασθαι Soph. стоять у пустых столов, т. е. голодать.
}}
}}