3,274,917
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[τοποθετώ]] [[τριγύρω]]· χρησιμ. μόνο στην Παθ. <i>ἀμφίσταμαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀμφέστην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφέσταν]]· συγκεκ. γʹ πληθ. παρακ. <i>ἀμφεστᾶσι</i> (αντί <i>-εστήκασι</i>)· [[στέκομαι]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· με δοτ., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀμφίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[τοποθετώ]] [[τριγύρω]]· χρησιμ. μόνο στην Παθ. <i>ἀμφίσταμαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀμφέστην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφέσταν]]· συγκεκ. γʹ πληθ. παρακ. <i>ἀμφεστᾶσι</i> (αντί <i>-εστήκασι</i>)· [[στέκομαι]] [[ολόγυρα]], σε Όμηρ.· με δοτ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίστημι:''' тж. med. стоять вокруг, обступать, окружать (τινα и τι Hom., Soph.): ἀμφίσταται [[ὄτοβος]] Soph. отовсюду поднимается гул; κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστασθαι Soph. стоять у пустых столов, т. е. голодать. | |||
}} | }} |