Anonymous

ἄμφω: Difference between revisions

From LSJ
246 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμφω:''' τώ, τά, τώ, δυικ. επίσης <i>οἱ</i>, <i>αἱ</i>, <i>τά</i>, γεν. και δοτ. <i>ἀμφοῖν</i>· ([[ἀμφί]])· Λατ. [[ambo]], μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄμφω:''' τώ, τά, τώ, δυικ. επίσης <i>οἱ</i>, <i>αἱ</i>, <i>τά</i>, γεν. και δοτ. <i>ἀμφοῖν</i>· ([[ἀμφί]])· Λατ. [[ambo]], μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμφω:''' gen. и dat. ἀμφοῖν, иногда indecl. и тот, и другой, оба Hom., HH, Hes., Arph., Plat., Arst., Luc.: ἐξ ἀμφοῖν (= ἐξ ἀλλήλοιν) Soph. друг от друга.
}}
}}