Anonymous

ἀμφιφορεύς: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιφορεύς:''' γεν. <i>-έως</i>, Επικ. <i>-ῆος</i>, <i>ὁ</i> ([[φέρω]])· μεγάλο [[αγγείο]] με [[δύο]] χερούλια, Λατ. [[amphora]], σε Όμηρ.· πρβλ. [[ἀμφορεύς]].
|lsmtext='''ἀμφιφορεύς:''' γεν. <i>-έως</i>, Επικ. <i>-ῆος</i>, <i>ὁ</i> ([[φέρω]])· μεγάλο [[αγγείο]] με [[δύο]] χερούλια, Λατ. [[amphora]], σε Όμηρ.· πρβλ. [[ἀμφορεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιφορεύς:''' έως ὁ Hom. = [[ἀμφορεύς]].
}}
}}