Anonymous

ἀνακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έκτημαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακτώ]] για τον εαυτό μου, [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀνακτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έκτημαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακτώ]] για τον εαυτό μου, [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακτάομαι:''' <b class="num">1)</b> вновь завладевать, получать обратно, отвоевывать ([[δῶμα]] πατρός Aesch.; τυραννίδα Her.; τὴν πατρῴαν [[ἀρχήν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> восполнять (τὰς ἐλαττώσεις Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> приобретать: φίλους τινάς τινι ἀνακτήσασθαι Xen. с помощью чего-л. сделать кого-л. своими друзьями;<br /><b class="num">4)</b> склонять на свою сторону (τινα Her., Xen.).
}}
}}