Anonymous

ἀναγρύζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγρύζω:''' μόνο στον ενεστ., [[συνεχίζω]] να [[μουρμουρίζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναγρύζω:''' μόνο στον ενεστ., [[συνεχίζω]] να [[μουρμουρίζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγρύζω:''' роптать, ворчать Arph.: οὐδ᾽ ἀ. μοι ἐξουσίαν ἐποίησας Xen. ты мне и пикнуть не давал.
}}
}}