3,270,647
edits
(2) |
(1) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναμίγνῡμι:''' και -ύω, ποιητ. ἀμ-[[μίγνυμι]], μέλ. -[[μίξω]]· Επικ. αόρ. αʹ [[μετοχή]] [[ἀμμίξας]]· πρβλ. [[ἀναμίσγω]]· [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· [[επικοινωνώ]], συναλλάσσομαι, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναμίγνῡμι:''' και -ύω, ποιητ. ἀμ-[[μίγνυμι]], μέλ. -[[μίξω]]· Επικ. αόρ. αʹ [[μετοχή]] [[ἀμμίξας]]· πρβλ. [[ἀναμίσγω]]· [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· [[επικοινωνώ]], συναλλάσσομαι, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμίγνῡμι:''' v. l. [[ἀναμείγνυμι]], поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω<br /><b class="num">1)</b> примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): [[ὁμοῦ]] πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.). | |||
}} | }} |