Anonymous

ἀναντίρρητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναντίρρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναντίρρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναντίρρητος:''' Polyb., Plut., Sext. = [[ἀναντίλεκτος]].
}}
}}