Anonymous

ἀναγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγγέλλω:''' возвещать, объявлять, тж. сообщать (χρησμούς Aesch.; τί τινι Eur., Thuc., Xen., Arst., Polyb. и πρός τινα Polyb.): ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]] Plut. распространилась весть о его смерти.
}}
}}