3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγγέλλω:''' возвещать, объявлять, тж. сообщать (χρησμούς Aesch.; τί τινι Eur., Thuc., Xen., Arst., Polyb. и πρός τινα Polyb.): ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]] Plut. распространилась весть о его смерти. | |||
}} | }} |